- άζυμος
- Ο χωρίς ζύμη, προζύμι ή ζύμωση. Στον πληθυντικό του ουδετέρου, άζυμα, νοούνται τα ψωμιά χωρίς προζύμι, όπως η λαγάνα.
Σύμφωνα με την παράδοση, όταν οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν ξαφνικά την Αίγυπτο, τη νύχτα της 14ης προς τη 15η του μήνα Νισάν, χρησιμοποίησαν, επειδή δεν είχαν καιρό να ζυμώσουν κανονικά, άζυμο ψωμί. Από τότε, και σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού καθιερώθηκε η γιορτή των Αζύμων. Η εορτή συμπίπτει με το εβραϊκό Πάσχα. Όταν ο Ιησούς γιόρτασε το Πάσχα –το πρώτο χριστιανικό Πάσχα– χρησιμοποίησε ένζυμο και όχι άζυμο ψωμί. Το γεγονός καταφαίνεται από τη χρήση της λέξης άρτος (= ένζυμο ψωμί), που αναφέρεται στην περιγραφή του Μυστικού Δείπνου των Ευαγγελίων.
* * *-η, -ο (AM ἄζυμος, -ον)(για άρτο κυρίως) ο παρασκευασμένος χωρίς ζύμωση ή προζύμινεοελλ.αυτός που δεν ζυμώνει, που δεν έχει να ζυμώσει, φτωχόςαρχ.-μσν.(ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὰ ἄζυμαα) άζυμος άρτοςβ) η εορτή τών αζύμων (βλ. Πάσχα).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ζύμη.ΠΑΡ. μσν. ἀζυμίτης.ΣΥΝΘ. μσν. ἀζυμοφάγοςνεοελλ.αζυμοσφραγίδα].
Dictionary of Greek. 2013.